ΕΓΚΛΗΜΑ
ΣΤΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ

Ο Βασίλης ήταν υπερήφανος για το σχολείο του: ένα ιδιωτικό με σούπερ εγκαταστάσεις, φοβερούς καθηγητές και ποσοστά επιτυχίας στο Πανεπιστήμιο που άγγιζαν το 100%! Στην Γ' Λυκείου, όμως, ο Βασίλης δε διάβαζε αρκετά. Πώς θα έμπαινε στο Πανεπιστήμιο; Το ιδιωτικό ανησύχησε -θα έπεφταν τα ποσοστά του. Ευτυχώς, δύο μήνες πριν τις Πανελλήνιες, η λύση βρέθηκε... Τον έδιωξαν! 

H ιστορία που ακολουθεί συνέβη πριν ένα χρόνο. Έχουμε όλα τα στοιχεία, θα χρησιμοποιήσουμε όμως ψευδώνυμα, όχι μόνο γιατί το υποσχεθήκαμε στο παιδί και τους γονείς του, αλλά και γιατί το σχολείο είναι νομικά καλυμμένο. Δεν τον «έδιωξαν» θα πουν, «θέλησε μόνος του να φύγει». Σιγά μη θέλησε! Είναι δυνατόν ένα παιδί, μετά από 14 χρόνια στο ίδιο σχολείο (απ' το νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο), να θέλει να φύγει δύο μήνες πριν τελειώσει;


Ο ΣΥΜΜΑΘΗΤΗΣ

Την καταγγελία μάς την έκανε ο Ιάσονας, συμμαθητής του Βασίλη πέρσι στην Τρίτη Λυκείου. «Έγινε κάτι πολύ άσχημο» μας είπε και αρχίζει να μας λέει την ιστορία όπως την έζησε αυτός από το διπλανό θρανίο.

Μια μέρα, εκεί που κάναμε μάθημα στην κατεύθυνση, φωνάζουν τον Βασίλη να πάει στο γραφείο. Βγαίνει και μένει έξω όλη την ώρα. Όταν ξαναγύρισε ήταν χάλια. Τον ρωτάμε «τι έγινε;», δε μιλούσε. Την άλλη ώρα είχε πάρει την τσάντα του και είχε φύγει. Δεν ξαναήρθε ποτέ σχολείο. Όταν κάποια στιγμή τον βρήκα στο κινητό, μου είπε «Με διώξανε, γιατί δε θα 'γραφα καλά στις Πανελλήνιες και θα χάλαγα τον μέσο όρο του σχολείου». Δεν ήξερα τι να του πω!
Έχουν ξαναδιώξει μαθητές στο σχολείο σου;
Ναι, αλλά όχι στο τέλος της Γ' Λυκείου! Συνήθως τους διώχνουν στην αρχή της Α' ή Β' Λυκείου. Τους λένε να συνεχίσουν αλλού, για το καλό τους και καλά...
Σαν παιδί πώς ήταν; Είχε πάρει ποτέ αποβολή;
O Βασίλης; Ποτέ! Tο παιδί ήταν άγιο. Ούτε παρατήρηση δεν του είχανε κάνει.
Ήταν ο μόνος κακός μαθητής στην Γ' Λυκείου;
Όχι, υπήρχαν κι άλλοι δυο-τρεις. Αλλά, βλέπεις, αυτοί πλήρωναν δίδακτρα κανονικά. Ενώ ο Βασίλης, επειδή ο πατέρας του ήταν υπάλληλος του σχολείου ερχόταν δωρεάν. Και ξέρανε ότι δε θα κάνουν φασαρία οι γονείς.
Εσείς οι συμμαθητές του τι κάνατε; Ένα παιδί εξαφανίζεται απ’ το σχολείο και δεν κάνετε τίποτα;
Εγώ λίγες μέρες μετά ρώτησα έναν καθηγητή «Τι έγινε ο Βασίλης; Γάγγραινα έπαθε;». Κι άρχισε να τα μασάει, ότι «έγινε για το καλό του παιδιού... για το καλό του σχολείου...». Στο τέλος παραδέχθηκε ότι έγινε μόνο για το καλό του σχολείου -για διαφημιστικούς λόγους δηλαδή!
Οι άλλοι συμμαθητές σου τι κάνανε;
Α, εντάξει, μην το ψάχνεις. Πολύ χαλαρές αντιδράσεις. «Τι μαλακία του κάνανε!» λέγανε μεταξύ τους, αλλά μέχρι εκεί. Εγώ πρότεινα να κάνουμε αποχή και να μην μπούμε μια-δυο μέρες στο μάθημα. Και κάτι κοπέλες, κάτι φυτά, μου λένε: «Ε, μην το παρακάνουμε! Έχουμε και Πανελλήνιες να δώσουμε!»... Και στη γιορτή

της αποφοίτησης, δυο μήνες μετά, όταν είπα στη μαθήτρια που θα έβγαζε λόγο μπροστά σε όλους, να πει κάτι για την αδικία που έγινε στον Βασίλη, αυτή μου είπε «εντάξει, θα πω» και τελικά δεν είπε τίποτα η κωλώστρα.
Γιατί αποφάσισες να μας πεις αυτή την ιστορία τώρα, έξι μήνες μετά;
Από τύψεις. Γιατί κι εγώ τι έκανα τελικά; Μετά από μια βδομάδα το βούλωσα.

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ

Μετά τον Ιάσονα βρήκαμε τον ίδιο τον Βασίλη. Δε χρειάστηκε να μιλήσουμε πολλή ώρα μαζί του για να καταλάβουμε τι παιδί είναι. Ακόμα και τις στιγμές που φορτιζόταν καθώς θυμόταν την ιστορία, δε σταματούσε να λέει «ο κύριος Γιάννης» για τον διευθυντή του και «ο κύριος τάδε» για τους καθηγητές που τον ειρωνευόντουσαν.
Μια Δευτέρα με φωνάζει ο κύριος Γιάννης (ο διευθυντής) και μου λέει «Βασίλη, δεν είναι καλή η απόδοσή σου και μάλλον δε θα πετύχεις στις Πανελλήνιες. Σκεφτόμουν λοιπόν μήπως θα ήταν καλύτερα να φύγεις από το σχολείο και να τελειώσεις σε ένα άλλο σχολείο που θα σου προτείνω. Εκεί δε θα χρειάζεται να πηγαίνεις συνέχεια, δυο-τρεις φορές μόνο να πας, να σε δουν εκεί οι καθηγητές για να μπορούν να σου βάλουν έναν βαθμό εικονικό. Και αν θέλεις, μπορείς στις εξετάσεις να έρχεσαι να γράφεις εδώ, για να μην καταλάβουν τίποτα οι συμμαθητές σου. Θα δίνεις την κόλλα σου, αλλά εμείς θα την πετάμε. Και θα πηγαίνεις να δίνεις κανονικές εξετάσεις στο άλλο σχολείο».
Τι ήταν αυτό το σχολείο που σου πρότεινε;
Ένα ιδιωτικό νυχτερινό.
Και τι απάντησες;
Από την αρχή του είπα: «Κύριε Γιάννη, εγώ δε θέλω να φύγω. Θέλω να τελειώσω εδώ με τους συμμαθητές μου, με τους φίλους μου. Πώς να πάω σ’ ένα σχολείο που δεν ξέρω κανέναν;». Αρχίζει να μου λέει ότι θα δημιουργήσω προβλήματα στους καθηγητές μου, γιατί αν δεν πάω καλά στις Πανελλήνιες «προσβάλλεται το όνομα και η καθηγητική τους αξία».
Μιλούσε για όλους τους καθηγητές;
Όχι, μόνο για δύο της κατεύθυνσης που του είχαν κάνει παράπονα για την επίδοσή μου.
Τι βαθμό σου είχαν στο τετράμηνο;
Ο ένας 9 κι ο άλλος 12. Στους υπόλοιπους καθηγητές είχα γύρω στο 15.
Για ένα 9 κι ένα 12 μιλάμε τόση ώρα;! Και τι απάντησες στον διευθυντή;
Του λέω «Κύριε, δεν πιστεύω ότι είμαι το μόνο παιδί που δε θα τα πάει καλά στις Πανελλήνιες», «Όχι» μου λέει «μόνο εσύ είσαι! Κοίτα, στο άλλο σχολείο θα πάρεις πολύ καλύτερο βαθμό απολυτηρίου από αυτόν που θα έπαιρνες εδώ πέρα. Σκέψου το!».

Kαι λέω στον διευθυντή:
«Δε νοιάζεστε για μένα, αλλά για το συμφέρον το δικό σας.
Τόσο πολύ σας ενοχλεί αν θα είναι 99% η επιτυχία του σχολείου στις Πανελλήνιες και όχι 100%;»

Στους γονείς σου το είπες;
Ναι, φυσικά. H μητέρα μου μού είπε «Κάνε ό,τι θέλεις παιδί μου. Αρκεί να νιώθεις εσύ όμορφα και σωστά». Ο πατέρας μου, που είναι πιο νευρικός, μου είπε «Γιατί στο κάνουν αυτό; Να μείνεις στο σχολείο που είσαι!». Την άλλη μέρα ο κύριος Γιάννης με ξαναφώναξε. «Το σκέφτηκες;» μου λέει. «Ναι» του λέω «δε θέλω να φύγω». Και αμέσως έγινε πιο απότομος: «Nα το ξανασκεφτείς! Μέχρι την Παρασκευή που λήγει η προθεσμία για τις μετεγγραφές να έχεις αποφασίσει». Εγώ άρχισα να νιώθω περίεργα... Το απόγευμα η μητέρα μου μίλησε στο τηλέφωνο μαζί του και μου είπε «πάμε να δούμε αυτό το νυχτερινό που μας προτείνει».
Και πάμε με το αυτοκίνητο (μια ώρα δρόμος ήταν το σχολείο!) και η μητέρα μου ανεβαίνει να δει τον διευθυντή. Εγώ βγήκα έξω για να κάνω μια βόλτα και κατάλαβα ότι αυτό το σχολείο δεν ήταν για άτομα κανονικά. Ήταν για άτομα με ειδικές ανάγκες. Όχι όλα βέβαια, αλλά έβλεπα αρκετά παιδιά που είχαν πρόβλημα. Κι ένιωσα πολύ άσχημα, γιατί λέω «Γιατί μ’ έστειλε εδώ πέρα; Με πέρασε για κάνα χαζό;». Είδα μάλιστα στο προαύλιο κι έναν-δύο παλιούς συμμαθητές μου που τους είχε στείλει κι αυτούς εκεί ο κύριος Γιάννης.
Στον Καιάδα...
Και φτάνει η Παρασκευή και μου λέει «Τι αποφάσισες;». Του λέω «Δε θέλω να φύγω». Αυτός νευριάζει «Τι πράγματα είναι αυτά; Εγώ το κάνω για το καλό σου, εγώ για σένα νοιάζομαι!». «Κύριε Γιάννη, δε νοιάζεστε για μένα» λέω «νοιάζεστε για το συμφέρον το δικό σας. Τόσο πολύ σας ενοχλεί αν θα είναι 99% η επιτυχία του σχολείου στις Πανελλήνιες και όχι 100%;». Κι εκεί αγρίεψε πάρα πολύ κι άρχισε να φωνάζει, «Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω; Τι ανωριμότητες είναι αυτές;». Και του λέω «Κύριε Γιάννη, απλά δε θέλω να χάσω τους συμμαθητές μου». Και με πιάνουν τα κλάματα.
Και τι κάνει αυτός;
«Σαν μωρό κάνεις τώρα!» μου λέει. «Κάνε ό,τι θέλεις! Η προθεσμία λήγει το μεσημέρι!». Και σηκώνεται νευρικά, πάει στην πόρτα και πιάνει το πόμολο σαν να μου λέει «φύγε». Και έφυγα.
Πήγες σπίτι σου;
Ναι, μίλησα με τη μάνα μου. Της είπα τι έγινε και της είπα ότι εγώ σ’ αυτό το σχολείο δεν ξαναπατάω. Κι εκείνη έτρεξε τελευταία στιγμή και βρήκε ένα δημόσιο νυχτερινό για να με γράψει. Σε αυτό πήγα τους δύο τελευταίους μήνες.
Μήπως, Βασίλη, έκανες λάθος που έφυγες; Γιατί να τους κάνεις το χατίρι; Tο ξέρεις ότι από τη στιγμή που ήσουν γραμμένος δεν μπορούσαν να σε διώξουν;

Tο ξέρω, αλλά δε μ’ ένοιαζε πια. Και τις τελευταίες μέρες οι δύο καθηγητές της κατεύθυνσης ήταν πιο αγριεμένοι μαζί μου. Mου κάνανε συνέχεια ειρωνικά σχόλια: «Γιατί δε φεύγεις ρε Βασιλάκη; Αφού, βλέπεις, δεν μπορείς...».
Φοβόσουν και για τη θέση του μπαμπά σου;
Όχι, δε φοβόμουνα, αλλά δεν ήθελα να του πούνε και τίποτα, ότι ο γιος του δημιουργεί πρόβλημα στο σχολείο και τέτοια. Από μικρός πρόσεχα πολύ να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση.
Tι σου 'μαθε όλη αυτή η ιστορία;
Nα μην εμπιστεύομαι κανέναν.


H MHTEPA

Λίγες μέρες μετά μιλήσαμε με τη μητέρα του Βασίλη. Ήταν ανήσυχη, κάθε τόσο τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα.

Εγώ πάντα έλεγα στο παιδί μου: «Αφού είσαι καλό παιδί, εμένα αυτό με νοιάζει. Να κάνεις ό,τι θέλεις με το σχολείο. Δε θες να δώσεις Πανελλήνιες; Μη δώσεις!». Δε με νοιάζει το παιδί μου να είναι και του μηδέν και κάτω απ' το μηδέν. Μου φτάνει που είναι καλό παιδί. Με το που έγινε αυτό, ο Βασιλάκης ξεκίνησε να τρώει τα νύχια του... Ποτέ πριν δεν τα έτρωγε, γιατί έπαιζε κιθάρα. Έβγαλε σπυριά στο πρόσωπο, κοκκίνιζαν τα χέρια του...
Ένα βράδυ έφυγε από το σπίτι. Παίρνω τον πατέρα του στο κινητό και του λέω «Ο Βασίλης έχει εξαφανιστεί, δε σηκώνει ούτε το κινητό». Ξεκινάει αυτός με το μηχανάκι να τον ψάχνει, εγώ με τα πόδια στους δρόμους. Πάω και στο σχολείο γιατί σκέφτηκα ότι μπορεί να έχει πάει εκεί και να κάνει καμιά φασαρία. Βλέπω τον διευθυντή στο γραφείο του, τον ρωτάω αν πέρασε ο Βασίλης από δω, μου λέει «όχι». Του λέω πόσο δύσκολα περνάει το παιδί μου και αρχίζει να μου λέει ότι είμαι αχάριστη και ότι το σχολείο έχει κάνει πάρα πολλά για το παιδί μου όλα αυτά τα χρόνια... Συνεχίζουμε να ψάχνουμε τον Βασίλη στους δρόμους. Τελικά, τον βλέπει τυχαία ο πατέρας του σ' ένα παγκάκι σ’ έναν πεζόδρομο. Φόραγε το καπέλο του, είχε χωθεί στο μπουφάν του κι έκλαιγε... Τον πήραμε σπίτι.
Στις συγκεντρώσεις γονέων μου έλεγαν οι καθηγητές ότι με λίγη προσπάθεια μπορεί να βελτιωθεί. Μόνο ένας της κατεύθυνσης μού έλεγε «Τι έρχεστε; Δεν ξέρετε τα χάλια του γιου σας;». Και μια φορά μου είπε «Εντάξει, όλοι λένε "να είναι καλό παιδί και να είναι καλό παιδί". Σημασία έχει να είναι και καλός μαθητής!». Και με ρώτησε ο Βασίλης μόλις του το 'πα αυτό: «Ρε μαμά, τι είναι καλύτερο; Να είμαι καλός άνθρωπος ή καλός μαθητής;».

THE END