ΤΟ ΜΠΙΖ OR NOT TO ΜΠΙΖ?
Παράξενο να είσαι έφηβος. Ανάβεις και κορώνεις σε ανύποπτο χρόνο, θυμώνεις και φωνάζεις μέχρι που ο λαιμός σου αρχίζει να σε τσιμπάει, και οι γονείς σου κοιτάνε με εκείνον το σπαστικό τρόπο που θα κοίταζαν ένα πεντάχρονο που λέει πως είναι ο σούπερμαν. Ερωτεύεσαι και νιώθεις σα να έχεις φάει παραισθησιογόνα μανιτάρια, ανεβαίνεις ψηλά, κάνεις όνειρα, υπόσχεσαι, αγαπάς. Μετά κάποιος σε χαστουκίζει και συνέρχεσαι. Καταλήγεις μόνος στο δωμάτιό σου με τη μουσική να σε ξεκουφαίνει, να πολεμάς εκείνο το συναίσθημα που σε σπρώχνει να βγεις στο δρόμο και να χορεύεις τσίτσιδος για να σε δούνε όλοι και να πάθουν, ιδίως εκείνες οι θείτσες που σου την μπαίνουν για το mohawk μαλλί σου και τη δαιμονισμένη μουσική σου και το σκισμένο σου τζιν που «το 'φαγε η γάτα». Στο τέλος σε παίρνει ο ύπνος και τα παρατάς όλα μέχρι το άλλο πρωί, που πρέπει να σηκωθείς με την τσίμπλα στο μάτι να σύρεις στο σχολείο να φας εφτά ώρες στη μούρη, αν και ξέρεις ότι το σύστημα είναι απολιθωμένο και αν δεν στρωθείς μόνος σου, το μόνο που θα πάρεις απ' το σχολείο είναι πιθανότατα καμιά αποβολή. Έτσι γεννιούνται οι μεγάλοι. Όλοι οι επαναστάτες νέοι θα γίνουν γκρίζοι, απόλυτα συμβιβασμένοι και αδιάφοροι μεγάλοι. Εγώ τους φοβάμαι τους μεγάλους, με τα μονόχρωμα γρανάζια του μυαλού τους να τρίζουν καθώς οδεύουν στη ματαιότητα. Προτιμώ τα δικά μας τα γρανάζια, που είναι κίτρινα και ροζ και πορτοκαλί και φούξια και κάνουν ένα αστείο μπιζ μπιζ, όταν τα ζορίζουμε πολύ για την άλγεβρα.
Ένα πανκ φυτουκλάκι απο Σαλονίκη