ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ


Γειιιά! Είμαι ένα μίζερο, άρρωστο πλάσμα και είναι Κυριακή πρωί. Το κεφάλι μου βράζει, ο λαιμός μου πονά, η μύτη μου τρέχει σαν χαλασμένος σωλήνας.
Τα κυριακάτικα πρωινά έχουν κάτι το αποκρουστικό. Αναβλύζει από μέσα τους η βαρεμάρα. Μυρίζουν άζαξ και μπάρμπεκιου. Ξυπνάς αργά και είσαι μπιχλιάρα. Μαλλιά άλουστα, αχτένιστα, μάτι που δεν λέει να ανοίξει από την τσίμπλα. Άντε και κάτι γίνεται με τις βροχερές μέρες. Κάθεσαι μέσα, μασουλάς τίποτα γλυκό και λες «αφού δεν έχω τι να κάνω, ας διαβάσω».
Σήμερα όμως; Σήμερα που ο ήλιος καίει και τα πουλάκια τιτιβίζουν; Και ο γύφτος περνά από κάτω και πουλάει καστανόχωμα και γλάστρες; Στο πίσω μέρος του κεφαλιού ένα σπαστικό καλικαντζαράκι τσιρίζει. «Διάβασε! Διάβασε!». Εσύ δεν θες. Θες να είσαι έξω, σε μια καφετέρια, μια πλατεία ή βόλτα σε μια παραλία. Να μην σκέφτεσαι τίποτα. Και να κάαααθεσαι.
Θα μου πεις τώρα, τι σε εμποδίζει ρε ηλίθια; Γράφτα όλα και φύγε. Βγες βόλτα. Μα δεν καταλαβαίνεις; Θέλω να μην σκέφτομαι τίποτα. Να μην ΠΡΕΠΕΙ να γυρίσω. Να πάω να κάτσω σε ένα βράχο και να ξέρω από την πιο μακριά τρίχα του κεφαλιού μου μέχρι το πιο ακριανό κομμάτι του νυχιού πως είμαι ελεύθερη. Να μπορώ να κάτσω σε αυτό τον βράχο όση ακριβώς ώρα γουστάρω. Κάποτε δεν θα συμβεί και αυτό; Νομίζω πως αυτός θα έπρεπε να είναι ένας από τους στόχους της ζωής μου.
Φεύγω τώρα. Πάω να φυσήξω την μύτη μου.


18.6.2006 Τεύχος #7