Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ
Όταν άκουσα ότι πέθανε ο παππούς μου, έμεινα.
Δεν αισθάνθηκα τίποτα εκείνη τη στιγμή, γιατί ήμουν πεπεισμένη ότι ο παππούς μου δε θα πεθάνει ποτέ. Πίστευα ότι την επόμενη μέρα θα τον ξανάβλεπα στο σπίτι του μαζί με τη γιαγιά, διότι θα είχε επιστρέψει κανονικά από το νοσοκομείο όπως όλες τις άλλες φορές..
Μα τελικά δε γυρίζουν όλοι... Όταν αντίκρισα τους κοντινούς μου συγγενείς κατάλαβα ότι δεν έχει επιστροφή. Μου πήρε μέρες να συνειδητοποιήσω ότι δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ στη ζωή μου... Ακόμα και στη κηδεία ήμουν η μόνη που δεν έκλαψε. Μετά όμως έκλαψα. Μόνη. Και όσο κι αν πονούσε δοκίμασα να το ξεπεράσω. Αλλά τι να ξεπεράσω; ΠΟΤΕ δε θα το ξεπεράσω. Ο πόνος που αισθάνθηκα για πρώτη φορά με έκανε να αισθανθώ ότι ανήκω κι εγώ σε όλους τους υπόλοιπους: αυτούς που έχουν χάσει κάποιον.
Τον σκέφτομαι και στενοχωριέμαι. Πιάνω τον εαυτό μου να αναπολεί τις μέρες που ήμουν μικρή και μας έπαιζε με τα χαζά αλλά αγαπημένα παιχνίδια του.
Πόσο τον λάτρευα τελικά! Ποτέ δε θα φύγει από τη ζωή μου και το νου μου. Ποτέ δε θα ξεχάσω! Τι λέτε να είναι τώρα; Αστέρι; Άγγελος; Σκόνη; Πνεύμα; Τι; Πάντως εγώ τον φαντάζομαι σε έναν χώρο με πολλά βιβλία να διαβάζει και να γράφει με τους αναρχικούς και τους αριστερούς του! Α! Και να σχεδιάζει επίσης! Γιατί ήταν αρχιτέκτονας… Παρόλο που δεν πιστεύω στον Θεό και γενικά πιστεύω ότι είμαι πολύ μικρή ακόμα για να καταλάβω, μ’ αρέσει η ιδέα του να σκέφτομαι ότι περνάει καλά...
Στον παππούκο μου…
Νιόβη